21/4/14

“η αμαρτία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που της πρόσφεραν οι εντολές, με εξαπάτησε και με θανάτωσε μ’ αυτές” (Παύλος, Ρωμ. 7.11).



Ε και;  Τι  κι αν ήταν νέα, φρέσκια, λαμπερή ντυμένη στα κόκκινα;
Έχασκε με το στόμα ολάνοιχτο, ένοιωθε βρώμικη, χρησιμοποιημένη, ταπεινωμένη, αντικείμενο απαλλοτρίωσης  στο κάθε αρσενικό του σπιτιού που την έβαζε στην πρίζα.
Με κοίταζε με τέσσερα τετράγωνα μάτια, χαρακωμένα διαγώνια. Τα ψίχουλα από το λαδοτύρι Μυτιλήνης γυάλιζαν στις αντικολλητικές πλάκες σαν δάκρυ βουβό. Ένιωθα ότι διακυβευόταν ο ουσιώδης δεσμός ανάμεσα στην οικουμενικότητα της κοκεταρίας που της αναλογούσε και αυτό ήταν ανεξάρτητο από τη θέληση του υποκειμένου. Πήρα το πιο απαλό χαρτί κουζίνας και άρχισα να ταμπονάρω κάθε κρυφή πτυχή της. Δεν μου αντιστάθηκε ούτε όταν αναγκάστηκα να τη γυρίσω ανάποδα για να τινάξω το σουσάμι που δραπέτευσε από τις φέτες του τοστ. Ξέρει ότι είναι στρατευμένη στο μονοπάτι της ανάγκης που υπερχειλίζει από υγρή γκούντα για όσο παραμένει καυτή και  ξέρει ότι θα είναι ζωντανή έως ότου υπακούει στο όριο του αυτοματισμού της επανάληψης.
Ξεκάθαρα λοιπόν το πρόβλημα του ασυνειδήτου θανάτου, καθηλώνει την επιθυμία της, παραδίδοντάς την στην τάχα επαναλαμβανόμενη αυτονομία. Η μόνη λύση είναι η παράβαση και η ανυπακοή. Βλέπετε καμιά άλλη;