Kι έμενα μόνη
σαν φακελάκι
στιγμής
βούλιαζα σε
αρώματα
συμμετοχικών
πόθων.
Οι
στίχοι στα ράφια εκπτώσεων
αταυτοποίητες
υποσημείωσεις.
Η σχισμή της
ίριδας των ματιών σου
εγκλωβισμένη
αλισάχνη.
Αποστέωνα τα
φτερά μου
όμως έδινα
εντολή σημειωτόν.
Είχαν
αρχίσει να βάζουν πλώρη νότια
σαν
δεκαπενθήμερα αυγουστιάτικα μελτέμια...
'Οπου αέρας
και ταξίδι
όπου φυγή
και φρέσκος άνεμος.
Ξεκαθάρισα
τα γραμμένα
αναμάσησα
τις σκοτεινές εικόνες
μα δεν
μπόρεσα να φτύσω το σπέρμα τους.
Φύτρωσε και
παρασιτεί μέσα μου.
Φταίει
εκείνη η γάτα.
Βύζαινε οκτώ
παιδιά,
σκλήρυνε τις
ρόγες των δακτύλων μου
θηλάζοντας παράταιρες λέξεις
γιατί ήθελα να
είσαι ακόμη δικός μου...