9/2/13

Σ' έχω





Συχνάζουν τα χείλη μας σ' αυτή τη μοναξιά
ραμφίζουν "σ'  έχω" στο λευκό της τσόφλι
τινάζουν ψίχουλα από σεντόνια δανεικά
της χίμαιρας η ώρα, γυμνή σαν πεινασμένη χώρα.

Η  πιο βαθειά σου εισβολή,
όσο ψηλά κι αν ανεβαίνει
ο δωρικός  της ο ρυθμός,
πάντα απέριττα αυστηρός
με παθιασμένες λέξεις
στέκεται μάχιμος φρουρός
στου Έρωτα το αρχέγονο φως.

Τις Πέμπτες που κερνάς λευκό κρασί
πίνω απ' το βαθύ του στέρνου σου αυλάκι
τρικλίζοντας στον δρόμο τον παλιό
σε πέλματα βελούδινα απαλά γλυστρώ
σαν γάτα που αλητεύει, γιατί της κάνει κέφι.